σκήπτω

σκήπτω
Α
1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ' ἔχεις», Ευρ.)
3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ' ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.)
4. (για αρρώστια, συμφορά ή κίνδυνο) ενσκήπτω, επιπίπτω, πέφτω βίαια και με δύναμη πάνω σε κάποιον («ὁ πυρφόρος θεὸς σκήψας ἐλαύνει πόλιν», Σοφ.)
5. (για ακτίνες φωτός) πέφτω πάνω σε κάτι και τό φωτίζω («λίμνην ὑπὲρ Γοργῶπιν ἔσκηψεν φάος», Αισχύλ.)
6. μέσ. σκήπτομαι
α) (για γέροντα, ζητιάνο ή τραυματία) στηρίζομαι πάνω σε κάτι και βαδίζω («πτωχῷ... ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι, σκηπτόμενον», Ομ. Οδ.)
β) μτφ. βασίζομαι σε κάποιον ή σε κάτι («ᾦ οὗτος σκήπτεται μάρτυρι», Δημοσθ.)
γ) προσποιούμαι, προφασίζομαι («προσποιητὴν χαρὰν σκηψαμένη», Πλούτ.)
δ) αναφέρω ή ισχυρίζομαι ότι... («σκηπτόμενος παίζοντα λέγειν τόνδε», Πλάτ.)
7. φρ. α) «σκήπτομαι ἀσθένειαν»
(Πολ.) προσποιούμαι ότι είμαι άρρωστος
β) «σκήπτομαι ὑπέρ τινος» — υπερασπίζομαι κάποιον (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το σύστημα τού ρ. σκήπτω: σκήπτω —σκῆψαι —σκᾶπος (πρβλ. κόπτω —κόψω —κόπος) εμφανίζει σε όλους τους τ. μακρό φωνηεντισμό ā / η (πρβλ. σκῆψις, σκηπτός, σκᾶπτον, σκῆπτρον, σκηπάνη). Το ρ. σκήπτω (< *σκήπ-, πρβλ. κλέπτω < *κλέπ-) είναι πιθανότατα παράγωγο τού δωρ. τ. σκᾶπος
κλάδος καὶ ἄνεμος ποιός, οπότε αρχική σημ. τού ρ. θα πρέπει να θεωρηθεί αυτή τού μέσου τ. σκήπτομαι «στηρίζομαι πάνω σε κάτι (κλαδί ή μπαστούνι) για να βαδίσω, να υπερασπίσω τον εαυτό μου (απ' όπου η σημ. τού ενεργ. σκήπτω "εξακοντίζω, εκτοξεύω, πέφτω, ορμώ, καταβάλλω, αποτρέπω, εξουσιάζω, ενάγω", πρβλ. σκῆψις, σκηπτός, σκήπτρο), να συζητήσω, να διαπραγματευθώ (από όπου η σημ. "προφασίζομαι, αμφισβητώ, φιλονικώ, προσποιούμαι, αναφέρω, ισχυρίζομαι")». Οι τ. σκήπτω / σκᾶπος συνδέονται με τα αρχ. άνω γερμ. skaft και αρχ. νορβ. skapt «ράβδος, βακτηρία, ακόντιο», που εμφανίζουν βραχύ φωνηεντισμό, ενώ το λατ. scāpus «κλάδος» είναι πιθ. δάνειο από το ελλ. σκᾶπος. Η σύνδεση, τέλος, τού ρ. με την οικογένεια τού σκάπτω προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, ενώ πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση του με τη λ. σκίπων* και το ρ. σκίμπτομαι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκήπτω — prop pres subj act 1st sg σκήπτω prop pres ind act 1st sg σκῆπτον neut nom/voc/acc dual σκῆπτον neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτῷ — σκηπτός thunderbolt masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκῆπτον — σκήπτω prop pres part act masc voc sg σκήπτω prop pres part act neut nom/voc/acc sg σκήπτω prop imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σκήπτω prop imperf ind act 1st sg (homeric ionic) σκῆπτον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκῆψον — σκήπτω prop aor imperat act 2nd sg σκήπτω prop fut part act masc voc sg σκήπτω prop fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήπτεσθε — σκήπτω prop pres imperat mp 2nd pl σκήπτω prop pres ind mp 2nd pl σκήπτω prop imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήπτῃ — σκήπτω prop pres subj mp 2nd sg σκήπτω prop pres ind mp 2nd sg σκήπτω prop pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήψει — σκήπτω prop aor subj act 3rd sg (epic) σκήπτω prop fut ind mid 2nd sg σκήπτω prop fut ind act 3rd sg σκή̱ψει , σκῆψις pretext fem nom/voc/acc dual (attic epic) σκή̱ψεϊ , σκῆψις pretext fem dat sg (epic) σκή̱ψει , σκῆψις pretext fem dat sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήψω — σκήπτω prop aor subj act 1st sg σκήπτω prop fut ind act 1st sg σκήπτω prop aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήψῃ — σκήπτω prop aor subj mid 2nd sg σκήπτω prop aor subj act 3rd sg σκήπτω prop fut ind mid 2nd sg σκή̱ψηι , σκῆψις pretext fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηπτομένω — σκήπτω prop pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual σκήπτω prop pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”